μαζωχτός

μαζωχτός
η , ό
1) собранный, накопленный; 2) съёжившийся, скорчившийся; 3) следующий один за другим

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαζωχτός" в других словарях:

  • μαζωχτός — ή, ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, ή, όν) [μαζώνω] μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος 2. τακτοποιημένος μσν. ατελώς ανεπτυγμένος. επίρρ... μαζωχτά μαζί, από κοινού …   Dictionary of Greek

  • μαζωχτός — ή, ό 1. συγκεντρωμένος, μαζεμένος: Οι εργάτες έφυγαν μαζωχτοί από το εργοστάσιο. 2. συνεσταλμένος: Τον λυπήθηκα έτσι μαζωχτό που τον είδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάζωχτος — η, ο βλ. αμάζευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. τού ρήμ. μαζώνω] …   Dictionary of Greek

  • ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»